Λήθη — forgetting fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθη — forgetting fem nom/voc sg (attic epic ionic) λῆθος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λῆθος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λήθῃ — Λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… … Dictionary of Greek
λήθη — η το να ξεχνάει κανείς, η λησμονιά: Έριξε στη λήθη όλα όσα τον βασάνιζαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λήθηι — λήθῃ , λανθάνω escape notice pres subj mp 2nd sg λήθῃ , λανθάνω escape notice pres ind mp 2nd sg λήθῃ , λανθάνω escape notice pres subj act 3rd sg λήθῃ , λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λήθηι — Λήθῃ , Λήθη forgetting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Лета — (Λήθη = забвение): 1) дочь Эриды, мать харит. 2) Источник и река Забвения в подземном царстве. По прибытии в подземное царство умершие пили из этой реки и получали забвение всего прошедшего; наоборот, те, которые появлялись обратно на землю,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
λᾶθαι — λήθη forgetting fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λῆθαι — Λήθη forgetting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)